δυσώδη

δυσώδη
δυσώδης
ill-smelling
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
δυσώδης
ill-smelling
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
δυσώδης
ill-smelling
masc/fem acc sg (attic epic doric)
δυσωδέω
to be ill-smelling
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
δυσωδέω
to be ill-smelling
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οζόστομος — ὀζόστομος, ον (Α) αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + στόμος (< στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • προσώδης — ῶδες, Α αυτός που αναδίδει κάποια οσμή, ιδίως δυσώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ώδης* (πρβλ δυσ ώδης, ευ ώδης)] …   Dictionary of Greek

  • συνεξιδρώ — όω, Α [ἐξιδρῶ] εξέρχομαι μαζί με τον ιδρώτα («διατὶ τὰ πολλὰ τῶν μύρων συνεξιδρῶσαι δυσώδη;», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • φλομώνω — και φλωμώνω και σφλομώνω Ν [φλόμος / σφλόμος] 1. ναρκώνω τα ψάρια ρίχνοντας στη θάλασσα φλόμο, ναρκωτική ουσία από το ομώνυμο φυτό 2. διαχέω καπνό, συνήθως δύσοσμο, δημιουργώντας αποπνικτική ατμόσφαιρα («μας φλόμωσες με τα τσιγάρα σου») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”